- θως
- ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ)νεοελλ.ζωολ.θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλιαρχ.1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.)3. πάνθηρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το θοίνη*. Στην περίπτωση αυτή, η αρχική σημασία του θα ήταν «τό ζώο που κατατρώγει». Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται πιθ. με το αρχ. σλαβ. ρ. daviti «πνίγω» («το ζώο που πνίγει»). Στη σύνδεση αυτή οδήγησε η γλώσσα τού Ησυχίου δάοςυπό Φρυγών λύκος, οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *dhau- «πνίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.